- καταβασμός
- οκαταβαθμός·.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατα-βι-βασ-μός με συλλαβική ανομοίωση < κατα-βι-βά-ζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταβασμός — καταβαθμός descent masc nom sg (attic) καταβασμός descent masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβαθμός — ο (Α καταβαθμός και αττ. τ. καταβασμός) μέρος από το οποίο κατεβαίνει κάποιος, κατηφορική δίοδος, κατάβαση νεοελλ. ναυτ. μέρος ακτής χωρίς λιμάνι, κατάλληλο όμως για επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών και εμπορευμάτων, κν. σκάλα αρχ. ως κύριο όν. ὁ … Dictionary of Greek
καταβασμόν — καταβαθμός descent masc acc sg (attic) καταβασμός descent masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)